-
1 δια-πάσσω
δια-πάσσω (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.
1 δια-πάσσω
δια-πάσσω (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.